ζαπτιές
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | ζαπτιές | οι | ζαπτιέδες |
γενική | του | ζαπτιέ | των | ζαπτιέδων |
αιτιατική | τον | ζαπτιέ | τους | ζαπτιέδες |
κλητική | ζαπτιέ | ζαπτιέδες | ||
Κατηγορία όπως «καφές» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ζαπτιές < (άμεσο δάνειο) τουρκική zaptiye < αραβική ضبط (dabt)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαζαπτιές αρσενικό
- ο αστυνομικός, ο χωροφύλακας
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ζαπτιές
|