↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ζαμπίτης οι ζαμπίτες
      γενική του ζαμπίτη των ζαμπιτών
    αιτιατική τον ζαμπίτη τους ζαμπίτες
     κλητική ζαμπίτη ζαμπίτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ζαμπίτης < (άμεσο δάνειο) τουρκική zabit < περσική ضابط (ẓābit) < αραβική ضابط (ḍābiṭ)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ζαμπίτης ή ζαπίτης αρσενικό

※  Ήταν ο αδελφός του με τον Αλήπασια και ήταν ζαπίτης αυτός εις την Ντεσφίναν. (Απομνημονεύματα Μακρυγιάννη, Α1)

  Μεταφράσεις

επεξεργασία