Ετυμολογία

επεξεργασία
ζάφτω < μεσαιωνική ελληνική ζάφτω < ζάφτ(ι) +

ζάφτω

  1. (παρωχημένο) ρίχνω, χτυπώ, αστράφτω, βαράω, κοπανάω
    Τότε ο Μενέλας βγάζοντας τη σπάθα, τη σηκώνει / και μιά του ζάφτει εκεί σπαθιά στου κράνου του το γρόμπο. (Ιλιάδα (Μετάφραση Πάλλη)/Γ)
  2. (παρωχημένο) (λαϊκότροπο) πίνω υπερβολικά (κρασί, αλκοολούχα ποτά)
    ζάφτει σαν νεροφίδα

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία