Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈdʲelətʲ/
 

делать (ru)

μη συνοπτική όψη1
απαρέμφατο де́лать
ζεύγη ρημάτων απλό αυτοπαθές
μη συνοπτικό де́лать де́латься
συνοπτικό сде́лать сде́латься
μέλλοντας ενικός πληθυντικός
α' πρόσ. бу́ду де́лать бу́дем де́лать
β' πρόσ. бу́дешь де́лать бу́дете де́лать
γ' πρόσ. бу́дет де́лать бу́дут де́лать
ενεστώτας ενικός πληθυντικός
α' πρόσ. де́лаю де́лаем
β' πρόσ. де́лаешь де́лаете
γ' πρόσ. де́лает де́лают
προστακτική де́лай де́лайте
μετοχή ενεστώτα ενεργητικής де́лающий
μετοχή ενεστώτα παθητικής де́лаемый
επιρρηματική μετοχή ενεστώτα де́лая
παρελθόντας ενικός πληθυντικός
αρσενικό де́лал де́лали
θηλυκό де́лала
ουδέτερο де́лало
μετοχή παρελθόντα ενεργητικής де́лавший
μετοχή παρελθόντα παθητικής
επιρρηματική μετοχή παρελθόντα
παράγωγα ουσιαστικά

1συχνά σε εγχειρίδια κ' ως "ατελής μορφή" ή "μη τετελεσμένη μορφή"