Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αποσταθεροποιώ < από + σταθεροποιώ ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική destabilize)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /a.po.sta.θe.ɾo.piˈo/

  Ρήμα επεξεργασία

αποσταθεροποιώ (παθητική φωνή: αποσταθεροποιούμαι)

Αντώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία