- αποσταθεροποιώ < από + σταθεροποιώ ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική destabilize)
- ΔΦΑ : /a.po.sta.θe.ɾo.piˈo/
αποσταθεροποιώ (παθητική φωνή: αποσταθεροποιούμαι)
Ενεργητική φωνή
απρόσωπες εγκλίσεις
|
απαρέμφατο (αόριστος)
|
αποσταθεροποιήσει
|
μετοχή (ενεστώτας)
|
αποσταθεροποιώντας
|
προσωπικές εγκλίσεις
|
πρόσωπο
|
ενικός
|
πληθυντικός
|
πρώτο
|
δεύτερο
|
τρίτο
|
πρώτο
|
δεύτερο
|
τρίτο
|
οριστική
|
εγώ
|
εσύ
|
αυτός
|
εμείς
|
εσείς
|
αυτοί
|
μονολεκτικοί χρόνοι
|
ενεστώτας
|
αποσταθεροποιώ
|
αποσταθεροποιείς
|
αποσταθεροποιεί
|
αποσταθεροποιούμε
|
αποσταθεροποιείτε
|
αποσταθεροποιούν
|
παρατατικός
|
αποσταθεροποιούσα
|
αποσταθεροποιούσες
|
αποσταθεροποιούσε
|
αποσταθεροποιούσαμε
|
αποσταθεροποιούσατε
|
αποσταθεροποιούσαν
|
αόριστος
|
αποσταθεροποίησα
|
αποσταθεροποίησες
|
αποσταθεροποίησε
|
αποσταθεροποιήσαμε
|
αποσταθεροποιήσατε
|
αποσταθεροποίησαν
|
περιφραστικοί χρόνοι
|
εξακολουθητικός μέλλοντας
|
θα αποσταθεροποιώ
|
θα αποσταθεροποιείς
|
θα αποσταθεροποιεί
|
θα αποσταθεροποιούμε
|
θα αποσταθεροποιείτε
|
θα αποσταθεροποιούν
|
στιγμιαίος μέλλοντας
|
θα αποσταθεροποιήσω
|
θα αποσταθεροποιήσεις
|
θα αποσταθεροποιήσει
|
θα αποσταθεροποιήσουμε
|
θα αποσταθεροποιήσετε
|
θα αποσταθεροποιήσουν
|
παρακείμενος α'
|
έχω αποσταθεροποιήσει
|
έχεις αποσταθεροποιήσει
|
έχει αποσταθεροποιήσει
|
έχουμε αποσταθεροποιήσει
|
έχετε αποσταθεροποιήσει
|
έχουν αποσταθεροποιήσει
|
παρακείμενος β'
|
-
|
-
|
-
|
-
|
-
|
-
|
υπερσυντέλικος α'
|
είχα αποσταθεροποιήσει
|
είχες αποσταθεροποιήσει
|
είχε αποσταθεροποιήσει
|
είχαμε αποσταθεροποιήσει
|
είχατε αποσταθεροποιήσει
|
είχαν αποσταθεροποιήσει
|
υπερσυντέλικος β'
|
-
|
-
|
-
|
-
|
-
|
-
|
συντελεσμένος μέλλοντας α'
|
θα έχω αποσταθεροποιήσει
|
θα έχεις αποσταθεροποιήσει
|
θα έχει αποσταθεροποιήσει
|
θα έχουμε αποσταθεροποιήσει
|
θα έχετε αποσταθεροποιήσει
|
θα έχουν αποσταθεροποιήσει
|
συντελεσμένος μέλλοντας β'
|
-
|
-
|
-
|
-
|
-
|
-
|
υποτακτική
|
εγώ
|
εσύ
|
αυτός
|
εμείς
|
εσείς
|
αυτοί
|
περιφραστικοί χρόνοι
|
ενεστώτας
|
να αποσταθεροποιώ
|
να αποσταθεροποιείς
|
να αποσταθεροποιεί
|
να αποσταθεροποιούμε
|
να αποσταθεροποιείτε
|
να αποσταθεροποιούν
|
αόριστος
|
να αποσταθεροποιήσω
|
να αποσταθεροποιήσεις
|
να αποσταθεροποιήσει
|
να αποσταθεροποιήσουμε
|
να αποσταθεροποιήσετε
|
να αποσταθεροποιήσουν
|
παρακείμενος α'
|
να έχω αποσταθεροποιήσει
|
να έχεις αποσταθεροποιήσει
|
να έχει αποσταθεροποιήσει
|
να έχουμε αποσταθεροποιήσει
|
να έχετε αποσταθεροποιήσει
|
να έχουν αποσταθεροποιήσει
|
παρακείμενος β'
|
-
|
-
|
-
|
-
|
-
|
-
|
προστακτική
|
-
|
(εσύ)
|
-
|
-
|
(εσείς)
|
-
|
μονολεκτικοί χρόνοι
|
ενεστώτας
|
|
αποσταθεροποίει
|
|
|
αποσταθεροποιείτε
|
|
αόριστος
|
|
αποσταθεροποίησε
|
|
|
αποσταθεροποιήστε
|
|
|