αποσταθεροποιητικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αποσταθεροποιητικός < αποσταθεροποιώ + -τικός
Επίθετο
επεξεργασίααποσταθεροποιητικός -ή -ό
- που αποσταθεροποιεί ή επιδιώκει την αποσταθεροποίηση
- η οικονομική κρίση σε συνδυασμό με την εξωτερική επέμβαση είναι ο κυριότερος αποσταθεροποιητικός παράγοντας στην περιοχή
Αντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία αποσταθεροποιητικός