Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αποσταθεροποιητικός η αποσταθεροποιητική το αποσταθεροποιητικό
      γενική του αποσταθεροποιητικού της αποσταθεροποιητικής του αποσταθεροποιητικού
    αιτιατική τον αποσταθεροποιητικό την αποσταθεροποιητική το αποσταθεροποιητικό
     κλητική αποσταθεροποιητικέ αποσταθεροποιητική αποσταθεροποιητικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αποσταθεροποιητικοί οι αποσταθεροποιητικές τα αποσταθεροποιητικά
      γενική των αποσταθεροποιητικών των αποσταθεροποιητικών των αποσταθεροποιητικών
    αιτιατική τους αποσταθεροποιητικούς τις αποσταθεροποιητικές τα αποσταθεροποιητικά
     κλητική αποσταθεροποιητικοί αποσταθεροποιητικές αποσταθεροποιητικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αποσταθεροποιητικός < αποσταθεροποιώ + -τικός

  Επίθετο επεξεργασία

αποσταθεροποιητικός -ή -ό

  • που αποσταθεροποιεί ή επιδιώκει την αποσταθεροποίηση
    η οικονομική κρίση σε συνδυασμό με την εξωτερική επέμβαση είναι ο κυριότερος αποσταθεροποιητικός παράγοντας στην περιοχή

Αντώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία