Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο σταθεροποιητής οι σταθεροποιητές
      γενική του σταθεροποιητή των σταθεροποιητών
    αιτιατική τον σταθεροποιητή τους σταθεροποιητές
     κλητική σταθεροποιητή σταθεροποιητές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

σταθεροποιητής < σταθεροποιώ + -τής ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική stabilisateur[1] [2]. Σταθεροποιητής τάσης: (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική voltage regulator)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σταθεροποιητής αρσενικό

  1. (σπάνιο) κάποιος ή κάτι που σταθεροποιεί
  2. (χημεία)) ουσία που προστίθεται σε ένα χημικό σύστημα με σκοπό τη μείωση των αλλαγών στις φυσικές ή χημικές ιδιότητές
  3. (τεχνολογία τροφίμων, φαρμακευτική) ουσία που προστίθεται σε ένα προϊόν, όπως τρόφιμα ή φάρμακα, προκειμένου να διατηρήσει τη φρεσκάδα ή την αποτελεσματικότητά του για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα
  4. ουσία που εμποδίζει ή επιβραδύνει την καταβύθιση αιωρημάτων

Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. σταθεροποιητής - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. σταθεροποιητήςΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)