σταθεροποιητής τάσης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σταθεροποιητής τάσης < σταθεροποιητής + τάσης ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική voltage regulator)
Πολυλεκτικός όρος
επεξεργασίασταθεροποιητής τάσης αρσενικό
- (ηλεκτρολογία) ηλεκτρονικό ή ηλεκτρομηχανικό σύστημα που χρησιμοποιείται για τη διατήρηση μιας σταθερής τάσης εξόδου από μια πηγή τάσης, παρά τις πιθανές διακυμάνσεις στην είσοδο
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία σταθεροποιητής τάσης