σύστημα αδιάλειπτης τροφοδοσίας
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σύστημα αδιάλειπτης τροφοδοσίας < σύστημα + αδιάλειπτης + τροφοδοσίας ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική uninterruptible power supply / uninterruptible power source)
Ουσιαστικό
επεξεργασίασύστημα αδιάλειπτης τροφοδοσίας ουδέτερο
- (τεχνολογία, ηλεκτρολογία) συσκευή ή σύστημα που παρέχει σχεδόν ακαριαία τροφοδοσία έκτακτης ανάγκης σε περίπτωση που διακοπεί η κύρια τροφοδοσία
Συνώνυμα
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία σύστημα αδιάλειπτης τροφοδοσίας
Πηγές
επεξεργασία- γιου-πι-ες - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)