ενικός         πληθυντικός  
onduleur onduleurs

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

onduleur (fr) αρσενικό

  1. συσκευή που μετατρέπει το συνεχές ηλεκτρικό ρεύμα σε εναλλασσόμενο
  2. (κατ’ επέκταση) συσκευή που επιτρέπει τη συνεχή τροφοδότηση σε ηλεκτρικό ρεύμα σε περίπτωση διακοπής ή βλάβης

Συγγενικά

επεξεργασία
  • → δείτε τη λέξη onde