αδιάλειπτη παροχή ενέργειας
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- αδιάλειπτη παροχή ενέργειας < αδιάλειπτη + παροχή + ενέργειας ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική uninterruptible power supply / uninterruptible power source)
Ουσιαστικό
επεξεργασία
αδιάλειπτη παροχή ενέργειας ουδέτερο
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αδιάλειπτη παροχή ενέργειας
|