Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
στρατιωτικοποιημένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Μετοχή
1.1.1
Αντώνυμα
1.1.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
στρατιωτικοποιημέν
ος
η
στρατιωτικοποιημέν
η
το
στρατιωτικοποιημέν
ο
γενική
του
στρατιωτικοποιημέν
ου
της
στρατιωτικοποιημέν
ης
του
στρατιωτικοποιημέν
ου
αιτιατική
τον
στρατιωτικοποιημέν
ο
τη
στρατιωτικοποιημέν
η
το
στρατιωτικοποιημέν
ο
κλητική
στρατιωτικοποιημέν
ε
στρατιωτικοποιημέν
η
στρατιωτικοποιημέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
στρατιωτικοποιημέν
οι
οι
στρατιωτικοποιημέν
ες
τα
στρατιωτικοποιημέν
α
γενική
των
στρατιωτικοποιημέν
ων
των
στρατιωτικοποιημέν
ων
των
στρατιωτικοποιημέν
ων
αιτιατική
τους
στρατιωτικοποιημέν
ους
τις
στρατιωτικοποιημέν
ες
τα
στρατιωτικοποιημέν
α
κλητική
στρατιωτικοποιημέν
οι
στρατιωτικοποιημέν
ες
στρατιωτικοποιημέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
στρατιωτικοποιημένος
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
του ρήματος
στρατιωτικοποιώ
Αντώνυμα
επεξεργασία
αποστρατιωτικοποιημένος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
στρατιωτικοποιημένος