στρατιωτικοποιημένων
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος μετοχής
επεξεργασίαστρατιωτικοποιημένων
- γενική πληθυντικού, αρσενικού γένους του στρατιωτικοποιημένος
- γενική πληθυντικού, θηλυκού γένους του στρατιωτικοποιημένος
- γενική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του στρατιωτικοποιημένος