↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο στρατωνισμένος η στρατωνισμένη το στρατωνισμένο
      γενική του στρατωνισμένου της στρατωνισμένης του στρατωνισμένου
    αιτιατική τον στρατωνισμένο τη στρατωνισμένη το στρατωνισμένο
     κλητική στρατωνισμένε στρατωνισμένη στρατωνισμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι στρατωνισμένοι οι στρατωνισμένες τα στρατωνισμένα
      γενική των στρατωνισμένων των στρατωνισμένων των στρατωνισμένων
    αιτιατική τους στρατωνισμένους τις στρατωνισμένες τα στρατωνισμένα
     κλητική στρατωνισμένοι στρατωνισμένες στρατωνισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

στρατωνισμένος, -η, -ο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία