Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αποστρατικοποιώ < μορφή του αποστρατιωτικοποιώ, είτε με βάση τη μεσαιωνική ελληνική στρατικός, είτε από το περισσότερα συχνό ουσιαστικό αποστρατικοποίηση, ίσως περικοπή του αποστρατιωτικοποίηση. → δείτε και τη σελίδα Συζήτησης 

  Ρήμα επεξεργασία

αποστρατικοποιώ

  Μεταφράσεις επεξεργασία