πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο στρατηλάτης οι στρατηλάτες
      γενική του στρατηλάτη των στρατηλατών
    αιτιατική τον στρατηλάτη τους στρατηλάτες
     κλητική στρατηλάτη στρατηλάτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
στρατηλάτης < στρατ(ός) + -ηλάτης < ἐλαύνω

Ουσιαστικό

επεξεργασία

στρατηλάτης αρσενικό

  • αυτός που ηγείται στρατεύματος, ο διοικητής, ο αρχηγός στρατεύματος

Μεταφράσεις

επεξεργασία



ζητούμενο λήμμα