-ηλάτης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | -ηλάτης | οι | -ηλάτες |
γενική | του | -ηλάτη | των | -ηλατών |
αιτιατική | τον | -ηλάτη | τους | -ηλάτες |
κλητική | -ηλάτη | -ηλάτες | ||
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- -ηλάτης < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική -ηλάτης[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /iˈla.tis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : -η‐λά‐της
Επίθημα
επεξεργασία-ηλάτης αρσενικό
- επίθημα αρσενικών ουσιαστικών το οποίο δηλώνει τον οδηγό ή καθοδηγητή
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣύνθετα
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ "-ηλάτης" - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Πηγές
επεξεργασία- -ηλάτης - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)