αστρατολόγητος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αστρατολόγητος < α- στερητικό + στρατολογώ
Επίθετο επεξεργασία
αστρατολόγητος, -η, -ο
- που δε στρατολογήθηκε, αστράτευτος
- ↪ ο γιος μου είναι ακόμα αστρατολόγητος, γιατί σπουδάζει
Μεταφράσεις επεξεργασία
αστρατολόγητος
|