επιστρατευτικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- επιστρατευτικός < επιστρατεύω + -τικός
Επίθετο επεξεργασία
επιστρατευτικός
- που έχει σχέση με την επιστράτευση ή αναφέρεται σ' αυτή
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τις λέξεις επιστρατεύω και στρατός
Μεταφράσεις επεξεργασία
επιστρατευτικός