επιστρατευμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- επιστρατευμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου επιστρατεύω
Μετοχή
επεξεργασίαεπιστρατευμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη επιστρατεύω
Μεταφράσεις
επεξεργασία επιστρατευμένος
|
επιστρατευμένος, -η, -ο
|