Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αποστρατικοποίηση οι αποστρατικοποιήσεις
      γενική της αποστρατικοποίησης* των αποστρατικοποιήσεων
    αιτιατική την αποστρατικοποίηση τις αποστρατικοποιήσεις
     κλητική αποστρατικοποίηση αποστρατικοποιήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, αποστρατικοποιήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αποστρατικοποίηση < πιθανόν περικοπή του αποστρατιωτικοποίηση για απλοποίηση της προφοράς • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αποστρατικοποίηση θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία