Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φυγοστρατία οι φυγοστρατίες
      γενική της φυγοστρατίας των φυγοστρατιών
    αιτιατική τη φυγοστρατία τις φυγοστρατίες
     κλητική φυγοστρατία φυγοστρατίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

φυγοστρατία < φυγο- + στρατ(ός) + -ία, (μαρτυρείται από το 1897)[1]

  Ουσιαστικό επεξεργασία

φυγοστρατία θηλυκό

  • η αποφυγή των στρατιωτικών υποχρεώσεων, η επιθυμία του φυγοστράτου

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)