φυγόστρατος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | φυγόστρατος | οι | φυγόστρατοι |
γενική | του | φυγόστρατου & φυγοστράτου |
των | φυγόστρατων & φυγοστράτων |
αιτιατική | τον | φυγόστρατο | τους | φυγόστρατους & φυγοστράτους |
κλητική | φυγόστρατε | φυγόστρατοι | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /fiˈɣo.stra.tos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : φυ‐γό‐στρα‐τος
Ουσιαστικό επεξεργασία
φυγόστρατος αρσενικό
- αυτός που αποφεύγει τις στρατιωτικές υποχρεώσεις του
- → δείτε και τη λέξη ανυπότακτος
Συγγενικά επεξεργασία
- φυγοστρατία
- → δείτε τις λέξεις στρατός και φεύγω
Μεταφράσεις επεξεργασία
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ φυγόστρατος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας