↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο φυγόστρατος οι φυγόστρατοι
      γενική του φυγόστρατου
φυγοστράτου
των φυγόστρατων
φυγοστράτων
    αιτιατική τον φυγόστρατο τους φυγόστρατους
φυγοστράτους
     κλητική φυγόστρατε φυγόστρατοι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
φυγόστρατος < φυγό- + -στρατος κατά το φυγόμαχος [1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /fiˈɣo.stra.tos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: φυ‐γό‐στρα‐τος

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

φυγόστρατος αρσενικό

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία