Ετυμολογία

επεξεργασία
φυγο- < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή φυγο-

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /fi.ɣo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: φυ‐γο-

  Πρόθημα

επεξεργασία

φυγο- και φυγό-

  Μεταφράσεις

επεξεργασία



  Ετυμολογία

επεξεργασία
φυγο- < φυγ-, συνοπτικό θέμα του φεύγω + -ο-

  Πρόθημα

επεξεργασία

φυγο-, φυγό- και φυγ- πριν από φωνήεν