Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πολιτικοστρατιωτικός η πολιτικοστρατιωτική το πολιτικοστρατιωτικό
      γενική του πολιτικοστρατιωτικού της πολιτικοστρατιωτικής του πολιτικοστρατιωτικού
    αιτιατική τον πολιτικοστρατιωτικό την πολιτικοστρατιωτική το πολιτικοστρατιωτικό
     κλητική πολιτικοστρατιωτικέ πολιτικοστρατιωτική πολιτικοστρατιωτικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πολιτικοστρατιωτικοί οι πολιτικοστρατιωτικές τα πολιτικοστρατιωτικά
      γενική των πολιτικοστρατιωτικών των πολιτικοστρατιωτικών των πολιτικοστρατιωτικών
    αιτιατική τους πολιτικοστρατιωτικούς τις πολιτικοστρατιωτικές τα πολιτικοστρατιωτικά
     κλητική πολιτικοστρατιωτικοί πολιτικοστρατιωτικές πολιτικοστρατιωτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

πολιτικοστρατιωτικός < πολιτικ(ός) + -ο- + στρατιωτικός

  Επίθετο επεξεργασία

πολιτικοστρατιωτικός, -ή, -ό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία