↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ηροστράτειος η ηροστράτεια
ηροστράτειος
το ηροστράτειο
      γενική του ηροστράτειου
ηροστρατείου
της ηροστράτειας
ηροστρατείου
του ηροστράτειου
ηροστρατείου
    αιτιατική τον ηροστράτειο την ηροστράτεια
ηροστράτειο
το ηροστράτειο
     κλητική ηροστράτειε ηροστράτεια
ηροστράτειε
ηροστράτειο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ηροστράτειοι οι ηροστράτειες
ηροστράτειοι
τα ηροστράτεια
      γενική των ηροστράτειων
ηροστρατείων
των ηροστράτειων
ηροστρατείων
των ηροστράτειων
ηροστρατείων
    αιτιατική τους ηροστράτειους
ηροστρατείους
τις ηροστράτειες
ηροστρατείους
τα ηροστράτεια
     κλητική ηροστράτειοι ηροστράτειες
ηροστράτειοι
ηροστράτεια
Οι δεύτεροι τύποι, λόγιοι, από την αρχαία κλίση.
Κατηγορία όπως «ευκλείδειος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ηροστράτειος < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα Ἡροστράτειος (μαρτυρείται από το 1894)[1] < αρχαία ελληνική Ἡρόστρατ(ος) + -ειος.[2]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /i.ɾoˈstɾa.ti.os/
τυπογραφικός συλλαβισμός: η‐ρο‐στρά‐τει‐ος

  Επίθετο

επεξεργασία

ηροστράτειος, -α/ος, -ο

  1. για τα έργα κάποιου που αποζητάει τη φήμη διαπράττοντας καταστροφές, όπως έκανε ο Ηρόστρατος, που πυρπόλησε το 365 πκε τον ναό της Αρτέμιδας στην Έφεσο
  2. που αναφέρεται στον εμπρηστή Ηρόστρατο

Εκφράσεις

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. σελ. 461, Τόμος Α΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου
  2. «ηροστράτειος, -α, -ο & ηροστράτειος δόξα» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)