βάλσιμο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- βάλσιμο < μεσαιωνική ελληνική βάλσιμο < αρχαία ελληνική βάλλω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *gʷelh₁-
Ουσιαστικό
επεξεργασίαβάλσιμο ουδέτερο
- η ενέργεια ή το αποτέλεσμα τού βάζω
βάλσιμο ουδέτερο