Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οι κατατακτήριες
      γενική των κατατακτηρίων
    αιτιατική τις κατατακτήριες
     κλητική κατατακτήριες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κατατακτήριες < ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του επιθέτου κατατακτήριος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κατατακτήριες θηλυκό στον πληθυντικό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία