Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
rank ranks

rank (en)

  1. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η θέση, η τάξη, ειδικά μια υψηλή θέση, που έχει κάποιος σε έναν συγκεκριμένο οργανισμό, κοινωνία κτλ.
    ⮡  people with a high social rank - άνθρωποι με μεγάλη κοινωνική θέση
    ⮡  a person of high rank - πρόσωπο υψηλής τάξεως
  2. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) ο βαθμός, η θέση που έχει κάποιος στο στρατό, το ναυτικό, την αστυνομία κτλ.
    ⮡  He climbed to the rank of major.
    Ανέβηκε στο βαθμό του ταγματάρχη.
  3. (μόνο πληθυντικός) η τάξη, τα μέλη μιας συγκεκριμένης ομάδας ή οργάνωσης
    ⮡  the ranks of the unemployed - οι τάξεις των ανέργων
    ⮡  He belongs in the ranks of the conservatives/progressives.
    Ανήκει στην τάξη των συντηρητικών/των προοδευτικών.
  4. θέση, σειρά, βαθμός, τάξη, κλάση
ενεστώτας rank
γ΄ ενικό ενεστώτα ranks
αόριστος ranked
παθητική μετοχή ranked
ενεργητική μετοχή ranking

rank (en)