Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ανακαταταγμένος η ανακαταταγμένη το ανακαταταγμένο
      γενική του ανακαταταγμένου της ανακαταταγμένης του ανακαταταγμένου
    αιτιατική τον ανακαταταγμένο την ανακαταταγμένη το ανακαταταγμένο
     κλητική ανακαταταγμένε ανακαταταγμένη ανακαταταγμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ανακαταταγμένοι οι ανακαταταγμένες τα ανακαταταγμένα
      γενική των ανακαταταγμένων των ανακαταταγμένων των ανακαταταγμένων
    αιτιατική τους ανακαταταγμένους τις ανακαταταγμένες τα ανακαταταγμένα
     κλητική ανακαταταγμένοι ανακαταταγμένες ανακαταταγμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ανακαταταγμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος ανακατατάσσω

  Μετοχή επεξεργασία

ανακαταταγμένος, -η, -ο

  Μεταφράσεις επεξεργασία