αγιοκατατάσσω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίααγιοκατατάσσω (παθητική φωνή: αγιοκατατάσσομαι)
- (χριστιανισμός) κατατάσσω κάποιον ή κάποια στις τάξεις των αγίων
- ※ Επιπρόσθετα, το Φανάρι αγιοκατέταξε και τον αρχιμανδρίτη Σωφρόνιο Σαχάρωφ, καθηγούμενο και κτήτορα της Πατριαρχικής και Σταυροπηγιακής Μονής Τιμίου Προδρόμου Έσσεξ. (Ο χαρισματικός Γέροντας Ιερώνυμος Σιμωνοπετρίτης-Έτοιμη η Πατριαρχική και Συνοδική Πράξη αγιοκατάταξής του, εφημ. ΕΘΝΟΣ, 27 Νοεμβρίου 2019 [1])
Συγγενικά
επεξεργασία- αγιοκαταταγμένος
- αγιοκατάταξη
- αγιοκαταταχθείς
- → δείτε τις λέξεις άγιος και κατατάσσω
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αγιοκατατάσσω | αγιοκατέτασσα | θα αγιοκατατάσσω | να αγιοκατατάσσω | αγιοκατατάσσοντας | |
β' ενικ. | αγιοκατατάσσεις | αγιοκατέτασσες | θα αγιοκατατάσσεις | να αγιοκατατάσσεις | αγιοκατάτασσε | |
γ' ενικ. | αγιοκατατάσσει | αγιοκατέτασσε | θα αγιοκατατάσσει | να αγιοκατατάσσει | ||
α' πληθ. | αγιοκατατάσσουμε | αγιοκατατάσσαμε | θα αγιοκατατάσσουμε | να αγιοκατατάσσουμε | ||
β' πληθ. | αγιοκατατάσσετε | αγιοκατατάσσατε | θα αγιοκατατάσσετε | να αγιοκατατάσσετε | αγιοκατατάσσετε | |
γ' πληθ. | αγιοκατατάσσουν(ε) | αγιοκατέτασσαν αγιοκατατάσσαν(ε) |
θα αγιοκατατάσσουν(ε) | να αγιοκατατάσσουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αγιοκατέταξα | θα αγιοκατατάξω | να αγιοκατατάξω | αγιοκατατάξει | ||
β' ενικ. | αγιοκατέταξες | θα αγιοκατατάξεις | να αγιοκατατάξεις | αγιοκατάταξε | ||
γ' ενικ. | αγιοκατέταξε | θα αγιοκατατάξει | να αγιοκατατάξει | |||
α' πληθ. | αγιοκατατάξαμε | θα αγιοκατατάξουμε | να αγιοκατατάξουμε | |||
β' πληθ. | αγιοκατατάξατε | θα αγιοκατατάξετε | να αγιοκατατάξετε | αγιοκατατάξτε | ||
γ' πληθ. | αγιοκατέταξαν αγιοκατατάξαν(ε) |
θα αγιοκατατάξουν(ε) | να αγιοκατατάξουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω αγιοκατατάξει | είχα αγιοκατατάξει | θα έχω αγιοκατατάξει | να έχω αγιοκατατάξει | ||
β' ενικ. | έχεις αγιοκατατάξει | είχες αγιοκατατάξει | θα έχεις αγιοκατατάξει | να έχεις αγιοκατατάξει | έχε αγιοκαταταγμένο | |
γ' ενικ. | έχει αγιοκατατάξει | είχε αγιοκατατάξει | θα έχει αγιοκατατάξει | να έχει αγιοκατατάξει | ||
α' πληθ. | έχουμε αγιοκατατάξει | είχαμε αγιοκατατάξει | θα έχουμε αγιοκατατάξει | να έχουμε αγιοκατατάξει | ||
β' πληθ. | έχετε αγιοκατατάξει | είχατε αγιοκατατάξει | θα έχετε αγιοκατατάξει | να έχετε αγιοκατατάξει | έχετε αγιοκαταταγμένο | |
γ' πληθ. | έχουν αγιοκατατάξει | είχαν αγιοκατατάξει | θα έχουν αγιοκατατάξει | να έχουν αγιοκατατάξει | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) αγιοκαταταγμένο | |||||
Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) αγιοκαταταγμένο | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) αγιοκαταταγμένο | |||||
Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) αγιοκαταταγμένο |
- Παθητική φωνή → λείπει η κλίση