Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αγιοκατατάσσω < αγιο- + κατατάσσω

  Ρήμα επεξεργασία

αγιοκατατάσσω (παθητική φωνή: αγιοκατατάσσομαι)

  • (χριστιανισμός) κατατάσσω κάποιον ή κάποια στις τάξεις των αγίων
    ※  Επιπρόσθετα, το Φανάρι αγιοκατέταξε και τον αρχιμανδρίτη Σωφρόνιο Σαχάρωφ, καθηγούμενο και κτήτορα της Πατριαρχικής και Σταυροπηγιακής Μονής Τιμίου Προδρόμου Έσσεξ. (Ο χαρισματικός Γέροντας Ιερώνυμος Σιμωνοπετρίτης-Έτοιμη η Πατριαρχική και Συνοδική Πράξη αγιοκατάταξής του, εφημ. ΕΘΝΟΣ, 27 Νοεμβρίου 2019 [1])

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία