↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο φιλοπόλεμος η φιλοπόλεμη το φιλοπόλεμο
      γενική του φιλοπόλεμου της φιλοπόλεμης του φιλοπόλεμου
    αιτιατική τον φιλοπόλεμο τη φιλοπόλεμη το φιλοπόλεμο
     κλητική φιλοπόλεμε φιλοπόλεμη φιλοπόλεμο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι φιλοπόλεμοι οι φιλοπόλεμες τα φιλοπόλεμα
      γενική των φιλοπόλεμων των φιλοπόλεμων των φιλοπόλεμων
    αιτιατική τους φιλοπόλεμους τις φιλοπόλεμες τα φιλοπόλεμα
     κλητική φιλοπόλεμοι φιλοπόλεμες φιλοπόλεμα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
φιλοπόλεμος < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο

επεξεργασία

φιλοπόλεμος, -η, -ο

  1. εκείνος που εγκρινει, επιδιώκει και συχνά απολαμβάνει τον πόλεμο
  2. χαρακτηρισμός διάθεσης, που του αρέσει ο πόλεμος.
    ⮡  ήρθε με άγριες, φιλοπόλεμες διαθέσεις

Αντώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία