Ετυμολογία

επεξεργασία
solderie (εμπορική επωνυμία) < solde

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
solderie solderies

solderie (fr) θηλυκό

Συνώνυμα

επεξεργασία