Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
solderie
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Γαλλικά (fr)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Συνώνυμα
Γαλλικά
(fr)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
solderie
(
εμπορική
επωνυμία
) <
solde
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ενικός
πληθυντικός
solderie
solderies
solderie
(fr)
θηλυκό
εμπορικό
κατάστημα
εξειδικευμένο στην
πώληση
με
εκπτώσεις
Συνώνυμα
επεξεργασία
discounter