any more
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίρρημα
επεξεργασίαany more (en) (χωρίς παραθετικά)
- πια, πλέον, άλλο, παραπάνω
- ⮡ We don’t live here any more.
- Δε μένουμε πια εδώ.
- ⮡ Don’t say anymore vulgar words!
- Μην λες πια χυδαίες λέξεις!
- ⮡ He can’t walk anymore.
- Δεν μπορεί πια να περπατήσει.
- ⮡ Don’t cry any more.
- Μην κλαις πια άλλο.
- ⮡ Now nothing happens anymore.
- Τώρα πλέον δε γίνεται τίποτε.
- ⮡ I can’t wait any more.
- Δεν μπορώ να περιμένω άλλο.
- ⮡ This situation cannot go on any more.
- Δεν πάει άλλο αυτή η κατάσταση.
- ⮡ The car doesn’t go back any more.
- Δεν πάει άλλο πίσω το αυτοκίνητο.
- ⮡ I can’t stand it any more.
- Δεν το αντέχω άλλο πια.
- ⮡ I won’t take any more of your sass.
- Δεν θα ανεχτώ άλλο πια την αναίδεια σου.
- ⮡ I can’t stay any more.
- Δεν μπορώ να μείνω παραπάνω.
- ≈ συνώνυμα: any longer και no more
- ⮡ We don’t live here any more.