Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αμετατρέπτως
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίρρημα
1.2.1
Άλλες μορφές
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
αμετατρέπτως
<
αρχαία ελληνική
ἀμετατρέπτως
Επίρρημα
επεξεργασία
αμετατρέπτως
(
λόγιο
)
χωρίς
μετατροπή
Άλλες μορφές
επεξεργασία
αμετάτρεπτα
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αμετατρέπτως
αγγλικά
:
unalterably
(en)
,
irrevocably
(en)