Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ατροποποίητος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συνώνυμα
1.2.2
Αντώνυμα
1.2.3
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
ατροποποίητ
ος
η
ατροποποίητ
η
το
ατροποποίητ
ο
γενική
του
ατροποποίητ
ου
της
ατροποποίητ
ης
του
ατροποποίητ
ου
αιτιατική
τον
ατροποποίητ
ο
την
ατροποποίητ
η
το
ατροποποίητ
ο
κλητική
ατροποποίητ
ε
ατροποποίητ
η
ατροποποίητ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
ατροποποίητ
οι
οι
ατροποποίητ
ες
τα
ατροποποίητ
α
γενική
των
ατροποποίητ
ων
των
ατροποποίητ
ων
των
ατροποποίητ
ων
αιτιατική
τους
ατροποποίητ
ους
τις
ατροποποίητ
ες
τα
ατροποποίητ
α
κλητική
ατροποποίητ
οι
ατροποποίητ
ες
ατροποποίητ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
ατροποποίητος
<
α-
+
τροποποιώ
+
-τος
Επίθετο
επεξεργασία
ατροποποίητος, -η, -ο
που δεν έχει
τροποποιηθεί
Συνώνυμα
επεξεργασία
αμετάβλητος
Αντώνυμα
επεξεργασία
τροποποιημένος
τροποποιήσιμος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ατροποποίητος
αγγλικά
:
unmodified
(en)