Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
modifi
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Εσπεράντο
(eo)
επεξεργασία
Ρήμα
επεξεργασία
ρήμα
modifi
χρόνος
μορφή
ενεργητική
μετοχή
παθητική
μετοχή
ενεστώτας
modifas
modifanta
modifata
αόριστος
modifis
modifinta
modifita
μέλλοντας
modifos
modifonta
modifota
υποθετική
modifus
-
-
προστακτική
modifu
-
-
modifi
(eo)
τροποποιώ
,
μεταβάλλω
,
αλλάζω