τροποποιητικά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- τροποποιητικά < τροποποιητικός + -ά
Επίρρημα επεξεργασία
τροποποιητικά
Μεταφράσεις επεξεργασία
τροποποιητικά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
τροποποιητικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του τροποποιητικό