Ετυμολογία

επεξεργασία
τροποποιούμαι < παθητική φωνή του ρήματος τροποποιώ

τροποποιούμαι

  • με αλλάζουν ή αλλάζω, υφίσταμαι τροποποιήσεις, μεταβολές

  Μεταφράσεις

επεξεργασία