προκατασκευή
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- προκατασκευή < ελληνιστική κοινή προκατασκευή[1] [2] [3] < αρχαία ελληνική πρό + κατασκευή
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπροκατασκευή θηλυκό
- η κατασκευή εκ των προτέρων
- (οικοδομική) η κατασκευή μέρους ενός κτηρίου στις εγκαταστάσεις μιας εταιρείας, ώστε να μεταφερθεί και να τοποθετηθεί έτοιμο στον τόπο της τελικής του εγκατάστασης
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τις λέξεις προκατασκευάζω, σκευάζω και σκεύος
Μεταφράσεις
επεξεργασία προκατασκευή
- ↑ 1,0 1,1 προκατασκευή - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ 2,0 2,1 2,2 προκατασκευή - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- ↑ προκατασκευή - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.