προκατασκευή
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- προκατασκευή < {el πριν=προ(πρόθεμα)+ κατασκευή σύνθετη από el κατά + σκεύος=σκεύασμα=σκευή}
Ουσιαστικό επεξεργασία
προκατασκευή θηλυκό
- η κατασκευή εκ των προτέρων
- η κατασκευή μέρους ενός κτηρίου στις εγκαταστάσεις μιας εταιρείας ώστε να μεταφερθεί και να τοποθετηθεί έτοιμο στον τόπο της τελικής του εγκατάστασης
Μεταφράσεις επεξεργασία
προκατασκευή