Δείτε επίσης: πρωτοκατασκευάζω

  Ετυμολογία

επεξεργασία
προκατασκευάζω < αρχαία ελληνική προκατασκευάζω < πρό + κατασκευάζω (σημασιολογικό δάνειο από την αγγλική prefabricate[1] [2])

προκατασκευάζω (παθητική φωνή: προκατασκευάζομαι)

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  1. προκατασκευάζω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. προκατασκευάζωΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)