προκατασκευάζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- προκατασκευάζω < αρχαία ελληνική προκατασκευάζω < πρό + κατασκευάζω (σημασιολογικό δάνειο από την αγγλική prefabricate[1] [2])
Ρήμα
επεξεργασίαπροκατασκευάζω (παθητική φωνή: προκατασκευάζομαι)
Συγγενικά
επεξεργασία- προκατασκευασμένος
- προκατασκευαστικός
- προκατασκευή
- → δείτε τις λέξεις προ, κατασκευάζω, σκευάζω και σκευή
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | προκατασκευάζω | προκατασκεύαζα | θα προκατασκευάζω | να προκατασκευάζω | προκατασκευάζοντας | |
β' ενικ. | προκατασκευάζεις | προκατασκεύαζες | θα προκατασκευάζεις | να προκατασκευάζεις | προκατασκεύαζε | |
γ' ενικ. | προκατασκευάζει | προκατασκεύαζε | θα προκατασκευάζει | να προκατασκευάζει | ||
α' πληθ. | προκατασκευάζουμε | προκατασκευάζαμε | θα προκατασκευάζουμε | να προκατασκευάζουμε | ||
β' πληθ. | προκατασκευάζετε | προκατασκευάζατε | θα προκατασκευάζετε | να προκατασκευάζετε | προκατασκευάζετε | |
γ' πληθ. | προκατασκευάζουν(ε) | προκατασκεύαζαν προκατασκευάζαν(ε) |
θα προκατασκευάζουν(ε) | να προκατασκευάζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | προκατασκεύασα | θα προκατασκευάσω | να προκατασκευάσω | προκατασκευάσει | ||
β' ενικ. | προκατασκεύασες | θα προκατασκευάσεις | να προκατασκευάσεις | προκατασκεύασε | ||
γ' ενικ. | προκατασκεύασε | θα προκατασκευάσει | να προκατασκευάσει | |||
α' πληθ. | προκατασκευάσαμε | θα προκατασκευάσουμε | να προκατασκευάσουμε | |||
β' πληθ. | προκατασκευάσατε | θα προκατασκευάσετε | να προκατασκευάσετε | προκατασκευάστε | ||
γ' πληθ. | προκατασκεύασαν προκατασκευάσαν(ε) |
θα προκατασκευάσουν(ε) | να προκατασκευάσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω προκατασκευάσει | είχα προκατασκευάσει | θα έχω προκατασκευάσει | να έχω προκατασκευάσει | ||
β' ενικ. | έχεις προκατασκευάσει | είχες προκατασκευάσει | θα έχεις προκατασκευάσει | να έχεις προκατασκευάσει | ||
γ' ενικ. | έχει προκατασκευάσει | είχε προκατασκευάσει | θα έχει προκατασκευάσει | να έχει προκατασκευάσει | ||
α' πληθ. | έχουμε προκατασκευάσει | είχαμε προκατασκευάσει | θα έχουμε προκατασκευάσει | να έχουμε προκατασκευάσει | ||
β' πληθ. | έχετε προκατασκευάσει | είχατε προκατασκευάσει | θα έχετε προκατασκευάσει | να έχετε προκατασκευάσει | ||
γ' πληθ. | έχουν προκατασκευάσει | είχαν προκατασκευάσει | θα έχουν προκατασκευάσει | να έχουν προκατασκευάσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία προκατασκευάζω
- ↑ προκατασκευάζω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ προκατασκευάζω - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)