τσιμεντοκατασκευή
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- τσιμεντοκατασκευή < τσιμέντ(ο) + -ο- + κατασκευή
Ουσιαστικό επεξεργασία
τσιμεντοκατασκευή θηλυκό
- κατασκευή (οικοδομική ή καλλιτεχνική - διακοσμητική) από τσιμέντο
Μεταφράσεις επεξεργασία
τσιμεντοκατασκευή
|
Πηγές επεξεργασία
- λήγουν σε -κατασκευή - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)