Ετυμολογία

επεξεργασία
τοιχοδομώ < ελληνιστική κοινή τοιχοδομέω[1] / τοιχοδομῶ < αρχαία ελληνική τοῖχος + δόμος

τοιχοδομώ (παθητική φωνή: τοιχοδομούμαι)

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. τοιχοδομέω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.