↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο τοιχοδομημένος η τοιχοδομημένη το τοιχοδομημένο
      γενική του τοιχοδομημένου της τοιχοδομημένης του τοιχοδομημένου
    αιτιατική τον τοιχοδομημένο την τοιχοδομημένη το τοιχοδομημένο
     κλητική τοιχοδομημένε τοιχοδομημένη τοιχοδομημένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι τοιχοδομημένοι οι τοιχοδομημένες τα τοιχοδομημένα
      γενική των τοιχοδομημένων των τοιχοδομημένων των τοιχοδομημένων
    αιτιατική τους τοιχοδομημένους τις τοιχοδομημένες τα τοιχοδομημένα
     κλητική τοιχοδομημένοι τοιχοδομημένες τοιχοδομημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

τοιχοδομημένος, -η, -ο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία