↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ατοιχοκόλλητος η ατοιχοκόλλητη το ατοιχοκόλλητο
      γενική του ατοιχοκόλλητου της ατοιχοκόλλητης του ατοιχοκόλλητου
    αιτιατική τον ατοιχοκόλλητο την ατοιχοκόλλητη το ατοιχοκόλλητο
     κλητική ατοιχοκόλλητε ατοιχοκόλλητη ατοιχοκόλλητο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ατοιχοκόλλητοι οι ατοιχοκόλλητες τα ατοιχοκόλλητα
      γενική των ατοιχοκόλλητων των ατοιχοκόλλητων των ατοιχοκόλλητων
    αιτιατική τους ατοιχοκόλλητους τις ατοιχοκόλλητες τα ατοιχοκόλλητα
     κλητική ατοιχοκόλλητοι ατοιχοκόλλητες ατοιχοκόλλητα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ατοιχοκόλλητος < α- + τοιχοκολλώ + -τος

  Επίθετο

επεξεργασία

ατοιχοκόλλητος, -η, -ο

Αντώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία