Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αποτοιχίζω < απο- + τοίχος + -ίζω

  Ρήμα επεξεργασία

αποτοιχίζω (παθητική φωνή: αποτοιχίζομαι)

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία