Ετυμολογία

επεξεργασία
αποτοιχίζω < απο- + τοίχος + -ίζω

αποτοιχίζω (παθητική φωνή: αποτοιχίζομαι)

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία