Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αποτοιχισμένος η αποτοιχισμένη το αποτοιχισμένο
      γενική του αποτοιχισμένου της αποτοιχισμένης του αποτοιχισμένου
    αιτιατική τον αποτοιχισμένο την αποτοιχισμένη το αποτοιχισμένο
     κλητική αποτοιχισμένε αποτοιχισμένη αποτοιχισμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αποτοιχισμένοι οι αποτοιχισμένες τα αποτοιχισμένα
      γενική των αποτοιχισμένων των αποτοιχισμένων των αποτοιχισμένων
    αιτιατική τους αποτοιχισμένους τις αποτοιχισμένες τα αποτοιχισμένα
     κλητική αποτοιχισμένοι αποτοιχισμένες αποτοιχισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Μετοχή επεξεργασία

αποτοιχισμένος



  Μεταφράσεις επεξεργασία