τοιχογυρισμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- τοιχογυρισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου τοιχογυρίζω
Μετοχή
επεξεργασίατοιχογυρισμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη τοιχογυρίζω
Μεταφράσεις
επεξεργασία τοιχογυρισμένος
|
τοιχογυρισμένος, -η, -ο
|