Δείτε επίσης: διατοίχισμα, διατοιχισμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η διατοίχιση οι διατοιχίσεις
      γενική της διατοίχισης* των διατοιχίσεων
    αιτιατική τη διατοίχιση τις διατοιχίσεις
     κλητική διατοίχιση διατοιχίσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, διατοιχίσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
διατοίχιση < δια- + τοίχος + -ιση ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική rolling)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

διατοίχιση θηλυκό

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συνώνυμα

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία