διατοίχιση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | διατοίχιση | οι | διατοιχίσεις |
γενική | της | διατοίχισης* | των | διατοιχίσεων |
αιτιατική | τη | διατοίχιση | τις | διατοιχίσεις |
κλητική | διατοίχιση | διατοιχίσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, διατοιχίσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαδιατοίχιση θηλυκό
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυνώνυμα
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία διατοίχιση
|