μπότζι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | μπότζι | ||
γενική | — | |||
αιτιατική | το | μπότζι | ||
κλητική | μπότζι | |||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- μπότζι < μπότζια < ιταλική poggia < υστερολατινική podia < ελληνιστική κοινή ποδία (αντιδάνειο) [1] < πόδιον < αρχαία ελληνική πούς
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμπότζι ουδέτερο, μόνο στον ενικό
- (ναυτικός όρος) η ταλάντευση πλοίου κατά τον εγκάρσιο άξονα λόγω τρικυμίας
- (Χρειάζεται διευκρίνιση, αν είναι ελαφρά ταλάντωση (μποτζάρισμα))
- → χρειάζεται παράθεμα
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυνώνυμα
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία μπότζι
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.